αποκλεπτω

αποκλεπτω
    ἀποκλέπτω
    ἀπο-κλέπτω
    похищать
    

(τι HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποκλεπτω" в других словарях:

  • αποκλέπτω — ἀποκλέπτω (Α) 1. κλέβω κάτι από κάποιον 2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» εξαπατά τον εαυτό του …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλέπτω — ἀπό κλέπτω clepere pres subj act 1st sg ἀπό κλέπτω clepere pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»